ἀκαύστων

ἀκαύστων
ἄκαυστος
unburnt
masc/fem/neut gen pl
ἀ̱καύστων , ἀκαυστόω
make fireproof
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀ̱καύστων , ἀκαυστόω
make fireproof
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)
ἀκαυστόω
make fireproof
imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
ἀκαυστόω
make fireproof
imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αμυλόκοκκος — Δομικό συστατικό του αμύλου, με μικρό μέγεθος και ελλειψοειδές σχήμα. Παράγεται από τους αμυλοπλάστες και αποτελείται από μόρια υδατανθράκων, νερού και ορισμένων άκαυστων ουσιών. Βρίσκεται μέσα ή κοντά στους χλωροπλάστες, σε φυτά που τα βλέπει ο… …   Dictionary of Greek

  • καπνοκαύστης — ὁ συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η συμπληρωματική καύση τών άκαυστων σωματιδίων που περιέχει ο καπνός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + καύστης (< καίω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”